Ο Βοκάκιος είναι ο μεγαλύτερος παραμυθάς της Ιταλίας, αυτός που με τα έργα του άνοιξε νέους ορίζοντες για την ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Θαύμασε και μιμήθηκε τον Δάντη, αφοσιώθηκε στον Πετράρχη με μια φιλία πιο δυνατή κι από το θάνατο, ύμνησε τη Φιαμέτα του σαν άλλη Βεατρίκη ή Λάουρα, μελέτησε την αρχαία και τη μεσαιωνική λογοτεχνία, στάθηκε πηγή έμπνευσης για τον Τσώσερ και τον Σαίξπηρ, έγραψε σπουδαία ποίηση και -κυρίως- τα πρώτα έντεχνα ιταλικά μυθιστορήματα.
Νόθος γιος του πλούσιου εμπόρου Boccaccio di Chellino από μια άγνωστη κοπέλα ταπεινής καταγωγής, γεννήθηκε ίσως στη Φλωρεντία το 1313. Ο πατέρας του τον αναγνώρισε και τον υιοθέτησε, και το 1327 τον πήρε μαζί του στη Νάπολη, όπου τον οδηγούσαν τα φιλόδοξα επαγγελματικά του σχέδια. Ο Βοκάκιος δεν άντεξε όμως ούτε τη μύηση στα μυστικά του εμπορίου, ούτε τις αναγκαστικές σπουδές στο Εκκλησιαστικό Δίκαιο, και το 1334 άρχισε να δημοσιεύει τα πρώτα του έργα. Η μεγάλη οικονομική κρίση που ξέσπασε γύρω στο 1340 τον υποχρέωσε να επιστρέψει στη Φλωρεντία. Λίγο αργότερα, καθώς η επιδημία του Μαύρου Θανάτου ξεκλήριζε την πόλη, γνώρισε τον Πετράρχη (1350) και ολοκλήρωσε το αριστούργημά του, το "Δεκαήμερο". Πέρασε την υπόλοιπη ζωή του αφοσιωμένος στις ανθρωπιστικές του μελέτες και στο γράψιμο, ταξίδεψε πολλές φορές, παρακολουθώντας κυρίως τις μετακινήσεις του Πετράρχη, και έσβησε καταπονημένος από μακρόχρονη αρρώστια ένα χρόνο μετά το θάνατο του πολυαγαπημένου του φίλου και δασκάλου, το 1375.