Ο Τζέιμς Ράιτ (James Arlington Wright) γεννήθηκε στο Οχάιο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής στις 13 Δεκεμβρίου 1927. Οι γονείς του ήταν απλοί άνθρωποι της εργατικής τάξης, με ελλιπή μόρφωση και χαμηλό κοινωνικό επίπεδο, ωστόσο αυτό δεν εμπόδισε τον ίδιο να εξελιχθεί, απεναντίας, αποτέλεσε το εφαλτήριο της ποιητικής του σταδιοδρομίας. Έτσι, με την επιστροφή του από την Ιαπωνία, όπου πήγε το 1946 με την κατάταξή του στον Αμερικάνικο Στρατό, γράφτηκε στο Kenyon College του Οχάιο, απ' όπου αποφοίτησε το 1952. Το 1953 νυμφεύθηκε την παλιά συμμαθήτριά του και εκλεκτή της καρδιάς του, τη νοσοκόμα Liberty Kardules, με την οποία απέκτησε δύο γιους, τον Franz (1953) και τον Marshall (1958). Mαζί ταξίδεψαν στη Βιέννη, όπου ο Ράιτ ήρθε σε επαφή με το έργο των Theodor Storm και Georg Trakl, αφού προηγουμένως είχε μελετήσει ενδελεχώς αμερικάνικη και ρώσικη λογοτεχνία. Επιστρέφοντας στα πάτρια εδάφη το 1954, συνέχισε την ακαδημαϊκή του καριέρα στο Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον, μέχρι που έλαβε τον τίτλο του Διδάκτορα. Τρία χρόνια αργότερα, το 1957, εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Το Πράσινο Τείχος (The Green Wall), η οποία του χάρισε το Βραβείο Νέων Ποιητών του Γέηλ και τη θέση Διδάκτορα στο Πανεπιστήμιο της Μινεσότα. Ακολούθησε, το 1959, η επόμενη ποιητική του συλλογή, με τίτλο Άγιος Ιούδας (Saint Judas), η οποία επίσης βραβεύτηκε με το Ohioana Book Award έπειτα από τρία χρόνια, το 1962, έτος που συνέπεσε με το διαζύγιό του. Μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα, ο Ράιτ βίωσε έντονο ψυχολογικό στρες, μα επίσης εξέλιξε την πένα του και ανέβηκε ένα σκαλί πιο πάνω, προχωρώντας από το λυρικό ύφος της προηγούμενης γενιάς, σε ένα ύφος εικονιστικό και πολύ πιο ελεύθερο σε φόρμα. Η τρίτη του ποιητική συλλογή, Το Κλαδί δεν θα Σπάσει (The Branch Will Not Break), που εκδόθηκε το 1963, αποτέλεσε ένα αξιόλογο ποιητικό αντίβαρο στην ποίηση των Μπητ και ένα από τα πιο σημαντικά έργα της Αμερικής της δεκαετίας του '60. Έπειτα από αυτήν τη στροφή στο ποιητικό του ύφος, έργα του δημοσιεύτηκαν σε λογοτεχνικά περιοδικά και ποιητικές ανθολογίες, ενώ στον επαγγελματικό τομέα εξακολούθησε τη διδασκαλία στα Macalester College και Hunter College. Το 1967 γνώρισε την Edith Ann Runk (Annie), την οποία και παντρεύτηκε. Μαζί εγκαταστάθηκαν στη Νέα Υόρκη, και στο εξής πραγματοποιούσαν πολύ τακτικά ταξίδια και περιπλανήσεις στην Ευρώπη. Η νέα του σύζυγος αποτέλεσε ένα γερό στήριγμα γι' αυτόν, βοηθώντας τον να επουλώσει τα παλιά του τραύματα και να βελτιωθεί ως άνθρωπος. Το 1969 εκδόθηκε η τέταρτη ποιητική του συλλογή με τίτλο Ας Μαζευτούμε στο Ποτάμι (Shall We Gather At The River), ενώ το 1972 κέρδισε το Βραβείο Πούλιτζερ για το συνολικό έως τότε ποιητικό του έργο, που εκδόθηκε περίπου έναν χρόνο νωρίτερα, υπό τον τίτλο Collected Poems. Μέσα στα επόμενα χρόνια εξέδωσε άλλες τρεις ποιητικές συλλογές: Two Citizens (1973) -ο τίτλος υπονοεί τον ίδιο και τη σύζυγό του Annie-, Moments of the Italian Summer (1976) και To a Blossoming Pear Tree (1977). Το 1979, μετά την επιστροφή τους σε αμερικάνικο έδαφος, ο Ράιτ διαγνώστηκε με καρκίνο στον λάρυγγα. Απεβίωσε τον Μάρτιο του 1980 και η κηδεία του πραγματοποιήθηκε στον ίδιο ναό όπου τελέστηκε ο γάμος του με την Annie. Η τελευταία του ποιητική συλλογή με τίτλο This Journey εκδόθηκε μετά τον θάνατό του, το 1982.