Ο Τομά Πικετύ γεννήθηκε το 1971 στο Κλισύ (προάστιο του Παρισιού). Σπούδασε μαθηματικά και οικονομικά στην E'cole normale supe'rieure.
Το 1993 ανακηρύχθηκε διδάκτωρ οικονομικών επιστημών (E'cole des Hautes E'tudes en Sciences Sociales και London School of Economics).
Από το 1993 ώς το 1995 δίδαξε στο MIT, και από το 1995 ώς το 2000 διετέλεσε ερευνητής στο Εθνικό Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών της Γαλλίας (CNRS). Το 2000 εξελέγη διευθυντής σπουδών (καθηγητής) της EHESS, και το 2007 καθηγητής της E'cole d’E'conomie de Paris - του νέου, ιδιαιτέρως φιλόδοξου Οικονομικού Πανεπιστημίου του Παρισιού, που ιδρύθηκε το 2005 υπό την καθοδήγηση του Τομά Πικετύ και του Ντανιέλ Κοέν, και στο οποίο συνενώθηκαν τμήματα οικονομικών επιστημών από την ENS, την EHESS, το Πανεπιστήμιο Paris I, την E'cole des Ponts et Chausse'es και το INRA.
Είναι τακτικός αρθρογράφος της εφημερίδας Libe'ration. Το 2002 ανακηρύχθηκε καλύτερος νέος οικονομολόγος της Γαλλίας (μαζί με τον Philippe Martin) από την εφημερίδα Le Monde και τον Cercle des E'conomistes. Το 2013 τιμήθηκε με το βραβείο Yrjo Yahnsson της European Economic Association, και το 2014 με το βραβείο Pe'trarque δοκιμίου France Culture-Le Monde για το "Κεφάλαιο τον 21ο αιώνα", που, ιδίως μετά την τεράστια εκδοτική επιτυχία του στις ΗΠΑ, έστρεψε το παγκόσμιο ενδιαφέρον στο έργο του. Το ίδιο βιβλίο τιμήθηκε, επίσης το 2014, με το βραβείο Financial Times/McKinsey Business Book of the Year. Σύμφωνα με τον Πωλ Κρούγκμαν, το "Κεφάλαιο τον 21ο αιώνα" "είναι το σημαντικότερο βιβλίο της χρονιάς - ίσως και της δεκαετίας. Ο Πικετύ άλλαξε την οικονομική γλώσσα· ποτέ πια δεν θα μιλάμε για τον πλούτο και την ανισότητα όπως πριν".
Με το έργο του, ο Πικετύ έθεσε ξανά στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της οικονομικής επιστήμης την έννοια της ισότητας. Οι ανισότητες, όπως γράφει ο Πικετύ, πρέπει να περιοριστούν, και το κοινωνικό κράτος να ενισχυθεί, γιατί αυτό επιτάσσει το συμφέρον της δημοκρατίας. Και για τον σκοπό αυτό απαιτούνται δημόσιες πολιτικές ρύθμισης της αγοράς, καθώς και η αξιοποίηση της φορολογίας, και μάλιστα σε διεθνή κλίμακα, ως εργαλείου κοινωνικής συνοχής και αναδιανομής του πλούτου.