Ο γεννήθηκε στη Λέρο στις 18-1-1926. Υπήρξε ένα από τα εννέα παιδιά του μυλωνά Βασίλη Παραπονιάρη και της Μαρίας Σταματίου. Κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής του, το νησί της Λέρου βρισκόταν υπό IταλικήKατοχή, όπως άλλωστε και τα υπόλοιπα Δωδεκάνησα. Την ίδια εποχή, τα πάντα στη Λέρο περιστρέφονταν γύρω από την τεράστια ναυτική βάση και τις ιταλικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις, ενώ η ανέχεια, η πείνα και οι κακουχίες ήταν μία καθημερινή, σκληρή πραγματικότητα. Αυτός άλλωστε ήταν και ο λόγος που κατάφερε να παρακολουθήσει μόνο τις πρώτες τάξεις του ιταλόφωνου δημοτικού σχολείου και αναγκάστηκε από τις περιστάσεις να αφήσει από πολύ νωρίς τα θρανία για να καταπιαστεί με διάφορες ευκαιριακές εργασίες ώστε να συνδράμει οικονομικά την οικογένειά του.
Βίωσε στο πετσί του μεγάλη φτώχεια, ανέχεια, απερίγραπτη πείνα, όπως και την αβεβαιότητα, την αγωνία, την καταστροφή και τον τρόμο του πολέμου.
Τα γεγονότα της Μάχης της Λέρου (11-16/11/1943) τον σημάδεψαν ως προσωπικότητα, αφού μάλιστα το ίδιο το σπίτι και ο ανεμόμυλος του πατέρα του βρέθηκαν στο επίκεντρο των πολεμικών επιχειρήσεων. Στις αρχές του 1944 κατόρθωσε να φύγει λάθρα από το νησί και μέσω των μικρασιατικών παραλίων βρέθηκε να κατατάσσεται και να υπηρετεί στην Ελληνική Πολεμική Αεροπορία, στη Μέση Ανατολή.
Η λήξη του πολέμου τον βρήκε να επιστρέφει στο νησί του, από όπου όμως αναγκάστηκε να ξαναφύγει εξαιτίας της απόλυτης μεταπολεμικής ένδειας, για να εργαστεί ως σφουγγαράς σε καλύμνικο σπογγαλιευτικό, για 11 συναπτά έτη, ώσπου φοβούμενος τη νόσο των δυτών, επέλεξε να μεταναστεύσει με την οικογένειά του στο Βέλγιο, όπως πολλοί άλλοι συμπατριώτες της εποχής του, προκειμένου να εργαστεί στα ανθρακωρυχεία του Σαρλερουά (και όπου κατά τραγική ειρωνεία οι συνθήκες εργασίας υπήρξαν εξίσου, αν όχι περισσότερο, απάνθρωπες).
Πέντε χρόνια εργάστηκε ως ανθρακωρύχος, όταν αναγκάστηκε να επιστρέψει στη Λέρο εξαιτίας προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε η σύζυγός του. Εργάστηκε για δεκαεπτά χρόνια ως ναυτικός σε ποντοπόρα εμπορικά πλοία, μέχρι και τη συνταξιοδότησή του.
Στις αρχές της δεκαετίας του '80 αποφάσισε να καταγράψει τις αναμνήσεις από την πολυτάραχη ζωή του, μια ασχολία που διήρκεσε κάποια χρόνια, έως ότου ολοκληρώσει την ιδιόχειρη συγγραφή εννέα πυκνογραμμένων τετραδίων.
Σύζυγός του υπήρξε η Ευτυχία Παραπονιάρη, το γένος Χονδρόγιαννου με την οποία απέκτησε δύο γιους, τον Βασίλη και τον Γιάννη.
Το 1991 χτυπημένος από την επάρατη νόσο, άφησε την τελευταία του πνοή στην αγαπημένη του Λέρο, τον τόπο που τόσο λάτρεψε.