Η Susan Strange (1923-1998) σπούδασε οικονομικά στο London School of Economics και στο Cambridge. Στην αρχή εργάστηκε ως δημοσιογράφος στον Economist και στη συνέχεια ως αντιπρόεδρος του Observer στον Λευκό Οίκο και στον ΟΗΕ. Ξεκίνησε την ακαδημαϊκή της καριέρα το 1949 διδάσκοντας διεθνείς σχέσεις στο University College. Το 1965 μεταπήδησε στο Royal Insitute of International Affairs, για να αναλάβει λίγο καιρό αργότερα τη διεύθυνση μιας έρευνας σημαντικής για την εξέλιξη του ακαδημαϊκού κλάδου των διεθνών σχέσεων στο Ηνωμένο Βασίλειο. Το 1970 δημοσίευσε μια πρωτοποριακή μελέτη με τίτλο "International politics and international economics: A case of mutual neglect. Η φήμη που ήδη είχε αποκτήσει της εξασφάλισε τη θέση καθηγήτριας των διεθνών σχέσεων στο LSE. Στη διάρκεια της δεκάχρονης (1978-88) παρουσίας της στο LSE οι διεθνείς σχέσεις στο Ηνωμένο Βασίλειο έφτασαν, σύμφωνα με τους βιογράφους της, στο απώγειό τους και ήταν η Strange ως καθηγήτρια και ως επιβλέπουσα διδακτορικών διατριβών που δημιούργησε μια ολόκληρη γενιά ερευνητών και καθηγητών. Είναι αυτοί που σήμερα κυριαρχούν στη διδασκαλία και έρευνα του ακαδημαϊκού κλάδου της διεθνούς πολιτικής οικονομίας. Εκτός από το LSE, η Strange δίδαξε ως επισκέπτρια καθηγήτρια στα πανεπιστήμια Minnesota και California, επίσης στο Columbia University και στο Bologna Center of Johns Hopkins University School of Advanced International Studies. Μετά τη συνταξιοδότησή της δίδαξε για πέντε χρόνια στο Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο της Φλωρεντίας, για να επιστρέψει το 1993 στο πανεπιστήμιο Warwick. Το ίδιο χρονικό διάστημα δίδαξε, επίσης, ως επισκέπτρια στα πανεπιστήμια Μιλάνου και Τόκυο. Το 1995 εξελέγη πρόεδρος στην American International Studies Association.
Τα επιστημονικά ενδιαφέροντα της Strange την οδήγησαν στην εμπειρική έρευνα της διεθνούς πολιτικής οικονομίας και, ιδιαίτερα, του διεθνούς χρηματικού και πιστωτικού συστήματος.