Ο Ουμπέρτο Σάμπα (το πραγματικό του όνομα είναι Ουμπέρτο Πόλι) γεννήθηκε στη Τεργέστη στις 9 Μαρτίου 1883 από τον καθολικό Ούγκο Εντοάρντο Πόλι και την Φελίτσιτα Ραχήλ Κοέν, η οικογένεια της οποίας είχε παράδοση στο εμπόριο του εβραϊκού γκέτο της Τεργέστης. Μολονότι γεννήθηκε μέσα στα σύνορα της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, στην οποία ανήκε η Τεργέστη εκείνη την εποχή, ο Ουμπέρτο Σάμπα πολιτογραφήθηκε Ιταλός χάρη στην ιθαγένεια του πατέρα του. Ο Ούκο Εντάρτο Πόλι, χαρακτήρας εύθυμος και ελαφρών ηθών, εγκαταλείπει την σύζυγό του στην αρχή της εγκυμοσύνης της (ο Σάμπα θα τον συναντήσει μόνο μια φόρα κατά την διάρκεια της ζωής του, άντρας πια και θα γράψει: "ο πατέρας μου ήταν για μένα ο δολοφόνος") και ο μικρός Ουμπέρτο αμέσως μετά την γέννησή του παραδίδεται στις φροντίδες μιας Σλάβας παραμάνας, της Πέππα Σάμπατζ. Μαζί της συνδέεται με μεγάλη αγάπη την θεωρεί "μητέρα της χαράς" κι όταν η φυσική του μητέρα τον αποχωρίζει βιαία από εκείνη, θα αρχίσει να αισθάνεται μονίμως πλέον απαρηγόρητος. Πολλά χρόνια αργότερα, το 1929, θα τραγουδήσει αυτή τη διαρκώς απειλούμενη αθωότητα της παιδικής του ηλικίας στα ποιήματα της συλλογής "Ο μικρός Μπερτό". Νεαρός ο Σάμπα παρακολουθεί μέχρι την Τετάρτη τάξη το Γυμνάσιο "Dante Alignieri" οπότε αναγκάζεται από την ιδιαίτερη εχθρότητα που του επιδεικνύει κάποιος καθηγητής (όπως θα πει αργότερα ο ίδιος), να εγκαταλείψει τις σπουδές του. Με την μεσολάβηση της μητέρας του προσλαμβάνεται ως μαθητευόμενος σ' ένα εμπορικό οίκο της Τεργέστης. Ο αυτοβιογραφικός ήρωας αυτής της περιόδου, ο Ερνέστος, μας ξαφνιάζει όχι τόσο με τα πράγματα που ανακαλύπτει (πρόκειται για μια μύηση στην ζωή των ενηλίκων που περιλαμβάνει και τη ομοφυλοφιλική εμπειρία), όσο για το γυμνό του λεξιλόγιο, το θάρρος του στην επιλογή των λέξεων που, χωρίς περιστροφές και λεκτικά τερτίπια, πηγαίνουν κατευθείαν στην ουσία των πραγμάτων. Το ομώνυμο μοναδικό του (ημιτελές) μυθιστόρημα λόγω του "τολμηρού" του περιεχομένου δημοσιεύθηκε πολλά χρόνια μετά το θάνατό του μόλις το 1975 από τις εκδόσεις "Einaudi". Το 1903 βρίσκουμε τον Σάμπα στην Πίζα, και από το 1905 έως το 1908 στην Φλωρεντία. Χρόνια οπωσδήποτε πολύ σημαντικά για τη διαμόρφωση της λογοτεχνικής του προσωπικότητας, αλλά για την οποία διαθέτουμε ελλιπή στοιχεία. Ο ίδιος εξάλλου, πάντα πρόθυμος να διαλευκάνει διάφορες στιγμές της ζωής και της ποίησης του, σχεδόν αποσιωπά αυτήν την περίοδο. Το 1908 υπηρετεί ως εθελοντής την στρατιωτική του θητεία στο Σαλέρνο, και όταν επιστρέφει στην Τεργέστη παντρεύεται την Καρολίνα Βέφλερ (ή Λίνα Κάρμεν των ποιημάτων του), για την οποία ο Μοντάλε θα γράψει πως αποτελεί "μια από τις πιο ζωντανές υπάρξεις της μοντέρνας ιταλικής ποίησης", "η καταπληκτική, πνευματώδης, γήινη Λίνα, πάντα πιστή στον εαυτό της, ευσπλαχνική και γαλήνια". Από το γάμο τους γεννιέται η πολυαγαπημένη τους κόρη, η Λινούτσια "με τα μεγάλα - του ουρανού το χρώμα - μάτια". Το 1911 δημοσιεύει την πρώτη του ποιητική συλλογή, "Ποιήματα". Το 1912 ακολουθεί από τις εκδόσεις του περιοδικού "Voce" της Φλωρεντίας (με την σύνταξη του οποίου ο Σάμπα βρισκόταν σε επαφή ήδη από το 1910) η συλλογή "Con i miei Occhi (Il mio secondo libro di versi), ("Με τα μάτια μου - Το δεύτερο βιβλίο με στίχους") γνωστή πλέον με το τίτλο "Trieste e una donn, ("Η Τεργέστη και μια γυναίκα"). Αυτά τα δύο βιβλία φέρουν για πρώτη φορά στο εξώφυλλο το όνομα του Ουμπέρτο Σάμπα (έπειτα από τα νεανικά Σοπέν και Ουμπέρτο ντα Μοντερεάλε) ως πράξη σεβασμού προς την αγαπημένη του τροφό Πέππα Σάμπατζ αλλά και προς την εβραϊκή καταγωγή της μητέρας του: Σάμπα στα Εβραϊκά θα πει "ψωμί". Τη διετία 1913-1915 παραμένει στην Μπολόνια, ασχολούμενος με το εμπόριο ηλεκτρικών ειδών. Το 1915 καλείται στα όπλα αλλά δεν λαμβάνει μέρος στο μέτωπο του Α' Παγκόσμιου πολέμου, εξασκώντας απλός χρέη γραφέα. Μετά τον Πόλεμο επιστρέφει στην Τεργέστη και αφού έκανε τον διευθυντή σ' ένα κινηματογράφο, του οποίου ιδιοκτήτης ήταν ο κουνιάδος του, ο αδερφός της Λίνα, χάρη στην οικονομική βοήθεια κάποιας θείας του αγοράζει από το Τιουζέπε Μαϊλαντέρ ένα μικρό βιβλιοπωλείο ειδικευμένο σε παλιά και σπάνια βιβλία, στον αριθμό 30 της οδού Σαν Νικολό. Την επόμενη εικοσαετία θα αφήσει την Τεργέστη- μια από τις πιο γοητευτικές ευρωπαϊκές πόλεις του 20ου αιώνα (ήδη φορτισμένη από την χαρισματική παρουσία του Τζέημς Τζόυς) - μόνο για σύντομα επαγγελματικά ταξίδια σχετικά με το εμπόριο παλιών βιβλίων. Με δικά του έξοδα (όπως εξάλλου και για τα δύο πρώτα βιβλία του) και με εκδοτική φίρμα το όνομα του βιβλιοπωλείου του, "Libreria antica e moderna" ("Βιβλιοθήκη παλιά και καινούργια") το 1920 τυπώνει την τρίτη του ποιητική συλλογή (Cose leggere e vaganti") ("Πράγματα ελαφρά και ακαθόριστα"), το 1921 τη συλλογή "L' Amorosa Spina" ("Το αγαπημένο αγκάθι") και την πρώτη οργανική συλλογή του μέχρι τότε έργου του "Il Canzioniere 1900-1921". Ένας τίτλος, "Συλλογή Τραγουδιών" που θα γνωρίσει μεταβολές, και κάτω από τον οποίο θα συγκεντρώσει σταδιακά (με αφαιρέσεις, διορθώσεις, προσθήκες) στις επόμενες εκδόσεις του (Einaudi 1945 & 1948, Gazarti 1951, πάλι (Einaudi 1957) μέχρι την οριστική έκδοση "Il Canzioniere 1900-1954" (Einaudi 1961, βάσει της οποίας έγινε η επιλογή και μετάφραση των ποιημάτων που παρουσιάζονται εδώ), όλο το σώμα της ποίησης του.
Το 1923 σημαδεύει την "ανακάλυψη" του Σάμπα εκ μέρους της κριτικής χάρη κυρίως στο έργο του Τζιάκομο Ντεμπενεντέρι, ο οποίος αφιερώνει πολλαπλά σημειώματα στο περιοδικό "Primo Tempo" (πρώτη εποχή). Στα χρόνια που ακολουθούν ο Σάμπα βλέπει το αυξανόμενο ενδιαφέρον των κριτικών για την ποίηση του, ενδιαφέρον που βρίσκει πιο ολοκληρωμένη έκφραση το 1928, όταν το περιοδικό "Solaria" του αφιερώνει ένα ολόκληρο τεύχος με άρθρα των Μοντάλε, Σόλμι, Ντεμπενεντέτι και άλλων. Στα ποιήματα αυτής της περιόδου ("Αυτοβιογραφία" 1924, "Ετοιμοθάνατη Καρδιά" 1926, "Πρελούδιο και Φούγκες" 1928, "Ο μικρός Μπέρτο" 1929) ο Σάμπα φαίνεται απασχολημένος σε μια ιδεολογική τακτοποίηση της ποίησης του με μοιραίο αποτέλεσμα: η αναζήτηση και η υπερήφανη - εγωιστική - διακήρυξη μιας "ποιητικής" θα τον απομακρύνουν από την πιο γνήσια αφορμή της ποίησής του, δηλαδή την αμεσότητα του αυτοβιογραφικού στοιχείου. Το 1929, έπειτα από μια "νευρική κρίση" της οποίας η ένταση ξεπερνούσε κατά πολύ τις προηγούμενες, ήδη αρκετά σοβαρές, αντιμετωπίζει την ψυχαναλυτική θεραπεία με τον Ιταλό γιατρό Εντουάρντο Βέις, ο όποιος είχε μαθητεύσει κοντά στον Φρόιντ στην Βιέννη, και υπήρξε ο πρώτος διδάξας των θεωριών του στην Ιταλία με το περιοδικό "Rivista Italiana di Psicoanalisi", (Ιταλική Ψυχαναλυτική Επιθεώρηση). Ο Σάμπα όταν υποβάλλεται σε ανάλυση έχει ήδη μια θεωρητική κατάρτιση της προβληματικής της, και αν δεν υπήρξε ο πρώτος στην Τεργέστη που υπέκυπτε στην γοητεία της (αρκεί να υπενθυμίσουμε εδώ πως το μεγάλο "ψυχαναλυτικό μυθιστόρημα "Η συνείδηση του Ζήνωνα" του συμπατριώτη του Ίταλο Σβέβο είχε κυκλοφορήσει το 1923), ήδη ψυχαναλυτικός πριν την ψυχανάλυση" (όπως επισήμανε ο Τζιανφράνκο Κοντίνι), ήταν οπωσδήποτε από τους πρώτους που πίστεψαν στην αυθεντικότητα των αποτελεσμάτων της. Από την ψυχοθεραπεία, που διακόπτεται πολύ νωρίς εξαιτίας της εγκατάστασης του Βέις στη Ρώμη (όπου θα έχει ως αναλυόμενο έναν άλλο ψυχωσικό, τον Σάντρο Πέννα), ο Σάμπα είναι λοιπόν σε θέση να λάβει μια ήσυχη συνείδηση των εσωτερικών του συγκρούσεων και μπορεί πλέον να κοιτάξει από κάποια απόσταση τα προσωπικά του βιώματα. Μια απόσταση που προσδίδει εκείνη την ήπια, "σοφή" αποδοχή του κόσμου, την ήρεμη θεώρηση των ανθρώπων και των πραγμάτων που μαζί με την νέα πυκνότητα της εικόνας και την ακαριαία σύλληψη των αναλογιών χαρακτηρίζουν τα ποιήματα της τρίτης υπέροχης περιόδου του (π.χ οι συλλογές "Λέξεις" 1934, "Τελευταία πράγματα" 1944, "Μεσογειακά" 1946, "Σχεδόν σαν αφήγημα" 1951). Το 1939, φοβούμενος μην πέσει θύμα των ρατσιστικών νόμων που έχει προκηρύξει το φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι, εγκαταλείπει την Τεργέστη κι έπειτα από μια σύντομη παραμονή στο Παρίσι εγκαθίσταται στη Ρώμη. Εδώ, ο Ουνγκαρέτι του υπόσχεται πως θα μεσολαβήσει στις αρχές ώστε να αποχρωματιστεί. Οι ενέργειες του όμως δεν φέρνουν κανένα αποτέλεσμα. Και έτσι ο Σάμπα με τη Λίνα και τη Λινούτσια είναι υποχρεωμένοι να καταφύγουν στη Φλωρεντία, όπου θα του προσφέρει μεγάλη παρηγοριά και ανακούφιση η συντροφιά του Μοντάλε (ο οποίος τον επισκέπτεται σχεδόν καθημερινά μιας και ο ίδιος αποφεύγει τις εξόδους) καθώς και η φιλία που αναπτύσσει με το ζωγράφο Κάρλο Λέβι (το συγγραφέα του "Ο Χριστός σταμάτησε στο Έμπολι"). Μετά τον πόλεμο ο Σάμπα γνωρίζει επιτέλους εκείνη τη "μυστηριώδη καθυστερημένη τιμή" όπως την ονομάζει ο Τζων Μπέρυμαν "που έρχεται να στεφανώσει τις δοκιμασίες μας κι είναι η τελευταία μνηστή": δέχεται διάφορες τιμητικές διακρίσεις και αναγορεύεται από την Ακαδημία "Dei Lincei" σε "επίσημο ποιητή". Με την ιδιότητα αυτή θα ταξιδέψει σε διάφορες πόλεις της Ιταλίας· ιδιαιτέρα ευτυχισμένη όμως αποδεικνύεται η παρατεταμένη του διαμονή στην Ρώμη (βλ. το ποίημα "Ευγνωμοσύνη") και στο Μιλάνο. Το 1946 δημοσιεύει τους αφορισμούς "Scorciatoie e Raccontini" ("Μονοπάτια και Διηγηματάκια"), το 1948 τη "Storia e cronistoria del Canzoniere" ("Ιστορία και χρονικοϊστορία της Συλλογής Τραγουδιών" όπου μ' ένα άλλο ψευδώνυμο υποβάλλει το έργο του σε κριτική αποτίμηση και δίνει διάφορες διασαφηνίσεις, μιλώντας για τον εαυτό του πάντα σε τρίτο πρόσωπο) και το 1956 το πεζογράφημα "Riccondi-Riccorti" ("Ενθυμήματα - Αφηγήματα"). Το 1955 κουρασμένος και ψυχικά ταραγμένος από την βαριά αρρώστια της γυναίκας του (που θα πεθάνει τον επόμενο χρόνο) ο Σάμπα καταφεύγει σε μια κλινική στην Γκορίτσια, έξω από την Τεργέστη, κι εδώ θα τον βρει ο θάνατος το πρωί της 25ης Αυγούστου 1957.