Η Λουίζ Έρντριχ γεννήθηκε το 1954 στο Λιτλ Φολς της Μινεσότα από πατέρα γερμανικής καταγωγής και μητέρα προερχόμενη από τη φυλή των Ινδιάνων Τσιπίγουα. Οι γονείς της, δάσκαλοι και οι δύο, μεγάλωσαν τη Λουίζ και τα έξι μικρότερα αδέλφια της στη Βόρεια Ντάκοτα, σε μια κατά παράδοση ινδιάνικη περιοχή. Από πολύ μικρή ηλικία τα επτά παιδιά εξοικειώθηκαν με την ποίηση του Φροστ και του Μπάυρον, την οποία τους απήγγελε ο πατέρας τους. Άρχισε τις σπουδές της στο Ντάρτμουθ το 1972. Ήταν η πρώτη χρονιά που το κολέγιο δεχόταν γυναίκες και που λειτουργούσε Τμήμα Αμερικανικών Ινδιάνικων Σπουδών. Πρόεδρος του τμήματος ανέλαβε ο ανθρωπολόγος Μάικλ Ντόρις, μετέπειτα σύζυγος και συνεργάτης της. Κάτω από την εποπτεία του η Έρντριχ επιδόθηκε στη διερεύνηση των καταβολών της, που αργότερα θα αποτελέσουν τον πυρήνα των έργων της. Στο διάστημα μεταξύ 1973-1978, οπότε και γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο Τζον Χόπκινς για να κάνει το μάστερ της, έκανε πολλές και διάφορες δουλειές-από ναυαγοσώστρια μέχρι σερβιτόρα-από τις οποίες αποκόμισε πλούσιες εμπειρίες για το συγγραφικό της έργο. Παράλληλα άρχισε να γράφει ποιήματα και διηγήματα. Η συνεργασία της με τον Ντόρις, η οποία στο μεταξύ είχε γίνει στενότερη, απέφερε το πρώτο βραβείο του διαγωνισμού Νέλσον Άλγκρεν το 1980. Ακολούθησε ο γάμος τους το 1981. Το πρώτο της μυθιστόρημα, Love medicine, κυκλοφόρησε το 1984. Ακολούθησαν τα έργα "The Beet queen" (1986), "Tracks" (1988), "Crown of Colombus" (1991), σε συνεργασία με τον Μάικλ Ντόρις και της "The Bingo palace" (1994). Το 1985, η Εθνική Ένωση Βιβλιοκριτικών την τίμησε ως την καλύτερη συγγραφέα της χρονιάς, χαρακτηρίζοντάς την παράλληλα ως την πρώτη συγγραφέα, η οποία απέδωσε τόσο γλαφυρά τη φωνή των Αμερικανών Ινδιάνων. Το έργο της Έρντριχ, χωρίς να είναι αμιγώς αυτοβιογραφικό, έχει πολλές έμμεσες αναφορές σε προσωπικές εμπειρίες, αντλεί από την πολιτιστική κληρονομιά των Ινδιάνων και παρακολουθεί την ιστορία τους στον 20ό αιώνα.