Ο Ιωάννης Συκουτρής γεννήθηκε στη Σμύρνη της Ιωνίας την 1η Δεκεμβρίου 1901. Ο κτηνοτρόφος πατέρας του, χιώτικης καταγωγής, συντηρούσε την πολυμελή οικογένειά του φτωχικά αλλά τίμια· εκείνος έμαθε και τα πρώτα γράμματα στον ασθενικό, μικρόσωμο και λεπτοκαμωμένο άνθρωπο πριν φοιτήσει από το 1909 στην τρίτη τάξη του συνοικιακού δημοτικού σχολείου του Αγίου Κωνσταντίνου.
Υποστηριζόμενος από τον Μητροπολίτη Χρυσόστομο εγγράφτηκε δωρεάν στην Ευαγγελική Σχολή από όπου αποφοίτησε αριστούχος τον Ιούνιο του 1918. Αμέσως, λόγω του αποκλεισμού, αναγκάστηκε να διοριστεί δάσκαλος στο Μουραντιέ (Γκιαούρ-κιοϊ), κωμόπολη κοντά στη Μαγνησία· εκεί σχημάτισε και σύλλογο νέων ορκισμένων να μιλούν μόνον ελληνικά μεταξύ τους. Ήδη από τα δεκαέξι χρόνια του ήταν τακτικός συνεργάτης της "Αμαλθείας" του Σ. Σολωμονίδη με το ψευδώνυμο Αντιφών ο Σμυρναίος. Το φθινόπωρο του 1919 κατόρθωσε να έρθει στην Αθήνα όπου εγγράφεται αναδρομικώς στη Φιλοσοφική Σχολή από την οποία αριστεύοντας παντού αποφοίτησε το 1922. Αμέσως έφυγε για την Κύπρο, όπου είχε διοριστεί καθηγητής στο Ιεροδιδασκαλείο Λάρνακος. Η διαμονή του εκεί αποβαίνει για αυτόν αναβάπτισμα από την οξύτατη εσωτερική κρίση που περνούσε εξαιτίας της Μικρασιατικής Καταστροφής. Επί διετία δημοσίευσε ιστορικές και λαογραφικές μελέτες στο περιοδικό "Κυπριακά Χρονικά" που ίδρυσε. Το 1924 επέστρεψε στην Αθήνα όπου διορίστηκε βοηθός στο Φιλοσοφικό Σπουδαστήριο του Πανεπιστημίου. Το 1925 παντρεύτηκε και με υποτροφία του Πανεπιστημίου αναχώρησε για τη Γερμανία. Το 1930 επιστρέφοντας στην Αθήνα ανακηρύχθηκε παμψηφεί υφηγητής, και οι αίθουσες των παραδόσεών του ασφυκτιούσαν από την προσέλευση του κοινού. Εργαζόταν δημιουργικά αλλά σπάταλα· κυρίως ως ερευνητής επιστήμων αλλά κατ' εξοχήν ως δάσκαλος. Ταυτοχρόνως δούλευε και ως βιβλιονόμος της Βιβλιοθήκης της Ακαδημίας Αθηνών. Το 1933 το Πανεπιστήμιο της Πράγας του πρότεινε την έδρα της Κλασικής Φιλολογίας. Τα δημοσιεύματά του -φιλολογικά, φιλοσοφικά, κριτικά κ.ά.- ακολούθησαν καταιγιστικούς ρυθμούς όλα αυτά τα χρόνια. Το 1937, πριν προφτάσει να εκλεγεί καθηγητής στο Πανεπιστήμιο -πόσο το αγάπησε και πόσο τον πίκρανε!- αυτοκτόνησε, μετά από μια τελευταία επίσκεψη στην Ακροκόρινθο.