Θεολόγος και φιλόσοφος της Αναγέννησης και του ουμανισμού (1466-1536). Το οικογενειακό του όνομα ήταν Gerrit Gerritszoon. Γεννήθηκε στο Ρότερνταμ, νόθο παιδί μιας κόρης γιατρού με έναν άντρα που αργότερα χρίστηκε μοναχός. Μετά τον θάνατο των γονιών του οι κηδεμόνες του τον έγραψαν στο μοναστηριακό κολέγιο του Στάιν, κοντά στην πόλη Γκούντα, όπου πέρασε δύσκολη μαθητική ηλικία. O επίσκοπος του Cambrai τον επέλεξε για γραμματέα του, θέση από την οποία κατάφερε να ξεφύγει στο Παρίσι για σπουδές, στο κολέγιο Montaigu. Ως το 1498 έζησε στο Παρίσι, κερδίζοντας τα προς το ζην από τη διδασκαλία. Ανάμεσα στους μαθητές του περιλαμβανόταν ο λόρδος Mountjoy, στον οποίο οφείλει την πρόσκλησή του στην Οξφόρδη, το 1498. Ξαναγύρισε στο Παρίσι το 1500, και τα επόμενα χρόνια έζησε ανάμεσα στη Γαλλία και την Αγγλία, όπου εργάστηκε ως καθηγητής θεολογίας και αρχαίων ελληνικών στο Καίμπριτζ. Μετά το 1514 έζησε στη Βασιλεία, μεταξύ 1517-1521 στη Λουβέν και στη συνέχεια, με ένα διάλειμμα έξι ετών στο Φράιμπουργκ, εξαιτίας της αναταραχής που είχε προκληθεί από τις απόψεις του, επέστρεψε στη Βασιλεία όπου παρέμεινε ως το τέλος της ζωής του.
Μετά τα πρώτα έργα του Εράσμου "Adagia" και "Enchiridion Militis Christiani" (περ. 1500), ακολούθησε το γνωστότερο "Encomium Moriae" ("Μωρίας εγκώμιον", 1509), που επιβεβαιώνει μια από τις ευτυχέστερες στιγμές του ως κριτικού πνεύματος τόσο της βασιλείας όσο και του κλήρου, και τα "Colloquia", το σημαντικότερο ίσως έργο του, το 1519. Το 1516 εκδίδει, σχολιασμένο, το πλήρες ελληνικό κείμενο της Καινής Διαθήκης και το 1519 το έργο του πάνω στον Άγιο Ιερώνυμο, σε εννέα τόμους. Σκοπός και των δύο αυτών έργων είναι να επεξεργαστεί μια πιο ορθολογική αντίληψη του χριστιανικού δόγματος και να απελευθερώσει το πνεύμα των συγχρόνων του από τη σχολαστική θεολογία του Μεσαίωνα. Επιμελείται την έκδοση μιας ολόκληρης σειράς κλασικών και πατερικών κειμένων όπως, μεταξύ άλλων, των Ulrich von Hutten, Μαρτίνου Λουθήρου και Sorbonne. Ωστόσο όταν η λουθηρανική μεταρρύθμιση εξαπλώνεται, βρίσκεται στη δύσκολη θέση να μην έχει ταχθεί ανοιχτά με το μέρος της και ταυτόχρονα, οι παραδοσιακοί θεολόγοι να τον κατηγορούν ότι εισάγει "καινά δαιμόνια". Με το έργο "De Libero Arbitrio", 1523, διασταυρώνει τα βέλη του με τον ίδιο τον Λούθηρο, ενώ το "Ciceroniansus" προκαλεί νέες αντιδράσεις. Παρόλα αυτά, ο Έρασμος απήλαυσε μεγάλη φήμης και κύρους κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του.