Ο Δημητρός Ε. Ψαρρός (12.8.1939-3.5.2008) γεννήθηκε στην Καλλιθέα. Σπούδασε στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, απ’ όπου πήρε τα διπλώματα του μηχανολόγου-ηλεκτρολόγου μηχανικού (1963) και του αρχιτέκτονα (1968). Διατηρούσε, από το 1967 ώς το θάνατό του, Γραφείο Μελετών για έργα αρχιτεκτονικά, στατικά και ηλεκτρομηχανολογικά. Για το αρχιτεκτονικό του έργο του απονεμήθηκε δύο φορές το Βραβείο Εφαρμοσμένης Αρχιτεκτονικής του ΥΠΕΧΩΔΕ (1984 και 1987). Από το 1969 ασχολήθηκε συστηματικά με τη μελέτη της ιστορίας, της λαογραφίας και της αρχιτεκτονικής των Βαλκανίων και της Μικράς Ασίας, ιδιαίτερα κατά την οθωμανική περίοδο. Οι μακροχρόνιες επιτόπιες έρευνές του του επέτρεψαν να προβάλει πολλές φορές την πολιτιστική κληρονομιά και την παραδοσιακή αρχιτεκτονική αυτών των τόπων με εκθέσεις, δημοσιεύσεις, τηλεοπτικά ντοκιμαντέρ και ανακοινώσεις σε διάφορα διεθνή συνέδρια.
Διετέλεσε, μεταξύ άλλων: μέλος της Μόνιμης Επιτροπής Χωροταξίας του ΤΕΕ (1974-1979)· ιδρυτικό μέλος και πρόεδρος της Δημοκρατικής Κίνησης Επιστημόνων (1975-1978)· γενικός γραμματέας της Ένωσης Κυδωνιατών (1981-1983), οπότε και επιμελήθηκε τη σχολιασμένη επανέκδοση της Ιστορίας των Κυδωνιών του Γεωργίου Σακκάρη του 1920, την εγκυρότερη ιστορική πηγή για το Αϊβαλί· γενικός γραμματέας της Ομοσπονδίας Προσφυγικών Σωματείων Ελλάδος (1985-1987)· μέλος της Διεθνούς Επιστημονικής Επιτροπής Παραδοσιακής Αρχιτεκτονικής (CIAV) του ICOMOS και του Δ.Σ. του Ελληνικού Τμήματος του ICOMOS (1999-2008).
Συμμετείχε σε πολλά διεθνή και ελληνικά συνέδρια που οργανώθηκαν, μεταξύ άλλων, από το ICOMOS, την UNESCO, την Ομοσπονδία Προσφυγικών Σωματείων Ελλάδος, το Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών, το Τεχνικό Επιμελητήριο της Ελλάδος και το Σύλλογο Αρχιτεκτόνων Λέσβου, το Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών και την Εταιρεία Λεσβιακών Μελετών, το τουρκικό ίδρυμα Foundation of Lausanne Treaty Emigrants, την Αρχιτεκτονική Σχολή της Άγκυρας, το Δήμο Αϊβαλιού και τον τοπικό Σύλλογο Πολιτών "Baykus-Γλαυκώπις", κυρίως με θέματα που αφορούν τη μελέτη και την προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της Μικράς Ασίας και των Βαλκανίων, και ειδικότερα ελληνικών οικισμών στη Μικρά Ασία.