ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΒΕΡΝΑΡΔΑΚΗΣ (1833-1907). Ο Δημήτριος Βερναρδάκης του Νικολάου, αδερφός των λογίων Γρηγορίου και Αθανασίου Βερναρδάκη γεννήθηκε στην Αγία Μαρίνα της Λέσβου και καταγόταν από την Κρήτη. Ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του κοντά στο Γρηγόριο Γεννάδιο και το 1849 γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Φοιτητής ακόμα εργαζόταν παράλληλα ως δημοσιογράφος και οικοδιδάσκαλος. Στο χώρο της λογοτεχνίας εμφανίστηκε ήδη από το 1851 με στίχους του και εμπλοκή του στη διαμάχη γύρω από το γλωσσικό ζήτημα. Το 1856 κατόπιν βράβευσής του στον Ράλλειο ποιητικό διαγωνισμό με το επικολυρικό δράμα Εικασία έφυγε με υποτροφία για περαιτέρω σπουδές στη Γερμανία, όπου σπούδασε στο Μόναχο και το Βερολίνο και το 1860 αναγορεύτηκε διδάκτωρ της φιλοσοφίας. Παράλληλα στη Γερμανία παρακολούθησε μαθήματα χημείας, βοτανικής και μετεωρολογίας. Επέστρεψε στην Αθήνα το 1861 και διορίστηκε έκτακτος καθηγητής Γενικής Ιστορίας και Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και τακτικός στην ίδια έδρα το 1865. Το 1869 ταραχές που δημιουργήθηκαν με αφορμή τη στάση του στο γλωσσικό ζήτημα και τη διαμάχη του με τον Κόντο, τον οδήγησαν πίσω στη γενέτειρά του, ως το 1882, οπότε επέστρεψε στο Πανεπιστήμιο κατόπιν παράκλησης του Χαριλάου Τρικούπη και ανέλαβε παράλληλα τη θέση του έφορου της Εθνικής Βιβλιοθήκης. ΄Ενα χρόνο αργότερα αναγκάστηκε για τους ίδιους λόγους να ξαναφύγει για τη Μυτιλήνη, αυτή τη φορά ως το τέλος της ζωής του. Εκεί πέθανε το Γενάρη του 1907. Το έργο του Βερναρδάκη υπήρξε πολύπλευρο. Για τη στάση που τήρησε στο γλωσσικό ζήτημα ενδεικτικό είναι το έργο του Περί ψευδαττικισμού. Έγραψε επίσης θεολογικές, ιστορικές, μουσικές, φιλολογικές, κριτικές και άλλες μελέτες, καθώς επίσης στίχους και λογοτεχνικές μεταφράσεις. Η λογοτεχνική παραγωγή του ωστόσο υπήρξε κυρίως θεατρική. Πρώτο έργο του υπήρξε η Μαρία Δοξαπατρή, την οποία ολοκλήρωσε το 1857 στη Γερμανία, υπέβαλε σε ποιητικό διαγωνισμό της Αθήνας χωρίς επιτυχία και εξέδωσε στο Μόναχο το 1858 κερδίζοντας επαινετικές κριτικές. Τον ίδιο χρόνο έγραψε επίσης την τραγωδία Κυψελίδαι και το 1865 τη Μερόπη, που μεταφράστηκε στα ιταλικά και τα σερβικά, καθιστώντας το συγγραφέα γνωστό στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στην Ιταλία και Γαλλία. Η Μερόπη και η Μαρία Δοξαπατρή ανέβηκαν για πρώτη φορά με επιτυχία τη θεατρική περίοδο 1865-66, ενώ το 1876 ανέβηκε η Ευφροσύνη, έργο που γράφτηκε κατόπιν παραγγελίας της ηθοποιού Pezzana. Το 1893 η αθηναϊκή θεατρική κίνηση σημαδεύεται από το θρίαμβο της Φαύστας, η οποία παραστάθηκε ταυτόχρονα από τους θιάσους Μένανδρος με την Αικατερίνη Βερώνη και Δημητρίου Κοτοπούλη με την Ευαγγελία Παρασκευοπούλου στα θέατρα Ομονοίας και Ολύμπια αντίστοιχα. Η τραγωδία Φαύστα του Βερναρδάκη θεωρείται από τους μελετητές του νεοελληνικού θεάτρου ως το κύκνειο άσμα του κλασικισμού στην Ελλάδα και υπήρξε η τελευταία θεατρική επιτυχία σε καθαρεύουσα γλώσσα. Το 1895 ανέβηκε η Αντιόπη, ενώ το 1905 ανέβηκε στο Βασιλικό Θέατρο το τελευταίο έργο του με τίτλο Νικηφόρος Φωκάς, γραμμένο το 1903. Ειδικότερα ο Βερναρδάκης ξεκίνησε από έργα ρομαντικής τεχνοτροπίας και έντονα επηρεασμένα από το Σαίξπηρ, ενώ σταδιακά πέρασε στο είδος της έμμετρης νεοκλασικιστικής τραγωδίας με πρώτο σταθμό τη Μερόπη και αποκρυστάλλωση των απόψεών του στη Φαύστα (1893). Η γλώσσα των έργων του είναι αρχαϊζουσα, παρά την - όχι πάντα συνεπή - θεωρητική του τοποθέτηση υπέρ της δημοτικής. Για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του Δημητρίου Βερναρδάκη βλ. Γιαλουράκης Μανώλης, «Βερναρδάκης Δημήτριος», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας 3. Αθήνα, Χάρη Πάτση, χ.χ. και Σπάθης Δημήτρης, «Βερναρδάκης Δημήτριος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό 2. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1984.
(Πηγή: Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.).