Ο Τσέζαρε Παβέζε είναι ένας από τους πιο αγαπημένους Ιταλούς συγγραφείς της γενιάς που ονομάστηκε "νεορεαλιστική". Γεννήθηκε το 1908 στο Σαν Μπέλμπο του Κουένο, τόπο καταγωγής του πατέρα του, όπου η οικογένειά του, η οποία διέμενε μόνιμα στο Τορίνο, πήγαινε κάθε χρόνο για διακοπές. Ο πατέρας του, γόνος μικρών καλλιεργητών, ήταν γραμματέας στο δικαστήριο του Τορίνο. Η μητέρα του καταγόταν από οικογένεια πλουσίων εμπόρων. Το 1914 πέθανε ο πατέρας του και τα οικογενειακά βάρη ανέλαβε η δραστήρια και λιγόλογη μητέρα του. Μετά τη στοιχειώδη εκπαίδευση, παρακολούθησε τις πρώτες τάξεις του γυμνασίου στους Ιησουίτες του "Istituto Sociale" ("Κοινωνικού Ινστιτούτου") και τις τελευταίες στο "Μάσσιμο ντ' Αζέλιο", όπου γνώρισε τον Αουγκούστο Μόντι, αντιφασίστα καθηγητή ιταλικών και λατινικών και φίλο του Γκράμσι. Ο Μόντι, άνθρωπος μεγάλου πολιτικού κύρους και λαμπρός παιδαγωγός, θα παίξει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωσή του. Το 1926 αποφοίτησε και έστειλε τα πρώτα του ποιήματα στο περιοδικό "Ricerca di poesia" ("Ποιητική αναζήτηση"), τα οποία όμως απορρίφθηκαν. Έμαθε μόνος του αγγλικά και μελέτησε τον Ουίτμαν. Στο μεταξύ, χάρη στον Μόντι, με τον οποίο είχε πλέον φιλικές σχέσεις, γνώρισε τους Νορμπέρτο Μπόμπιο, Μάσσιμο Μίλα, Λεόνε Τζίνσμπουργκ κ.ά. Το 1927 γράφτηκε στη φιλοσοφική και το 1930 πέθανε η μητέρα του. Εκείνη τη χρονιά άρχισε να μελετά και να θαυμάζει τον Κρότσε. Το 1932 έδωσε πτυχιακές εξετάσεις με εργασία επί του Ουόλτ Ουίτμαν, επηρεασμένη από τη φιλοσοφία του Κρότσε, που απερρίφθη όμως εξαιτίας των πολιτικών συνθηκών της φασιστικής Ιταλίας, αλλά με επέμβαση του Τζίνσμπουργκ έγινε τελικά δεκτή και πήρε το πτυχίο του. Το 1932 μετέφρασε το "Μόμπυ Ντικ" του Μέλβιλ, το "Πορτρέτο του καλλιτέχνη σε νεαρή ηλικία" του Τζόυς και τον "42ο παράλληλο" του Ντος Πάσσος.
Από το 1933, μαζί με μια ομάδα αντιφασιστών διανοούμενων, φίλων του από το λύκειο "Μάσσιμο ντ' Αζέλιο", συνεργάζεται με το νεοσυσταθέντα εκδοτικό οίκο "Εϊνάουντι" και μετά τη σύλληψη του Τζίνσμπουργκ, καλείται να αναλάβει τη διεύθυνση της επιθεώρησης "La Cultura". Το 1935 συλλαμβάνεται, ταυτόχρονα με τον Εϊνάουντι, εξαιτίας ενός γράμματος του Αλτιέρο Σπινέλλι που βρέθηκε στο σπίτι του, αλλά ύστερα από αίτηση χάριτος η ποινή του μειώθηκε. Το '36 επέστρεψε στο Τορίνο, όπου σε μια ερωτική απογοήτευση προστέθηκε η αποτυχία του "Lavorate stanca" ("Η δουλειά κουράζει"). Το '41 η κριτική επαίνεσε την έκδοση του "Paesi tuoi" ("Οι χώρες σου"). Την ίδια εποχή γράφει και την "Αμμουδιά". Το '43 επιστρατεύθηκε, αλλά λόγω άσθματος πέρασε έξι μήνες στο νοσοκομείο. Την εποχή της γερμανικής κατοχής κατέφυγε στο Καζάλ Μονφεράτο μαζί με την οικογένεια της αδερφής του, γεγονός που αργότερα του ενέπνευσε το "Σπίτι στο λόφο". Μετά την απελευθέρωση επέστρεψε στο Τορίνο, γράφτηκε στο Κ.Κ. Ιταλίας και άρχισε τη συνεργασία με την "Ουνιτά", όπoυ γνώρισε τον Ίταλο Καλβίνο, κ.ά. Το '46 έγραψε τη "Fuoco grande" ("Μεγάλη φωτιά"), που θα εκδοθεί μετά το θάνατό του και στη συνέχεια: "Dialoghi con Leuco" ("Διάλογοι με τη Λευκώ"), "Ο διάβολος στους λόφους", "Τρεις γυναίκες μόνες", "La luna e il falo" ("Το φεγγάρι και οι φωτιές"). Το '50 τού απονεμήθηκε το βραβείο "Στρέγκα". Συνεργάστηκε με το περιοδικό "Cultura e realta" ("Κουλτούρα και πραγματικότητα"), όπου ένα άρθρο του με θέμα το μύθο προκάλεσε κριτικές και παρεξηγήσεις στο περιβάλλον της αριστεράς. Επέστρεψε για λίγο στην ποίηση και μετά το θάνατό του δημοσιεύτηκε το ποίημά του "Verra la morte e avra i tuoi occhi" ("Ο θάνατος θα 'ρθει και θα 'χει τα μάτια σου"). Στις 27 Αυγούστου του 1950 αυτοκτόνησε σ' ένα ξενοδοχείο του Τορίνο, σε ηλικία σαράντα δύο ετών.