O Ανατόλ Φρανς πραγματικό όνομα Jacques - Anatol - Francois Thibault γεννήθηκε στο Παρίσι στις 16 Απριλίου του 1844. Μοναχογιός ενός βιβλιοπώλη, έλαβε καλή μόρφωση και αμέσως μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του προσλήφθηκε στις εκδόσεις του Αλφόνς Λεμέρ, εκδότη των ποιητών του λεγόμενου "Παρνασσού", όπου παρείχε διορθωτική, βιβλιογραφική και ταξινομητική εργασία ή έγραφε προλόγους σε εκδόσεις κλασικών έργων. Το 1876 έγινε βοηθός βιβλιοθηκάριου στην Γερουσία και παρέμεινε στην θέση έως το 1890, εξασφαλίζοντας αρκετό ελεύθερο χρόνο για την προσωπική του πνευματική ανάπτυξη. Σε αυτήν την περίοδο κατέθετε τακτικές συνεργασίες στα περιοδικά "Σφαίρα" και "Εικονογραφημένο Σύμπαν", εξέδωσε την νουβέλα "Le Crime de Sylvestre Bonnard", 1881), που βραβεύθηκε από την Γαλλική Ακαδημία και από το 1886 ανέλαβε λογοτεχνικός διευθυντής της καθημερινής εφημερίδας "Οι Καιροί".
Τον Σεπτέμβριο του 1886 γνωρίστηκε με την μαντάμ Αρμάν ντε Καγιαβέ, της οποίας το "σαλόνι" αποτελούσε το κέντρο της φιλολογικής ζωής του Παρισιού και μερικά χρόνια αργότερα χώρισε την έως τότε σύζυγό του, η οποία θεωρούσε ότι ο Φρανς την "παραμελούσε" και ξόδευε υπερβολικά ποσά σε βιβλία. Το 1895 εξέδωσε ένα βιβλίο αφορισμών του με τίτλο "Le Jardin d' Epicure", μέσα στο οποίο εξέφραζε με την μεγαλύτερη ένταση τον αστικό σκεπτικισμό και ηδονισμό, που διέπνεε την Γαλλική κουλτούρα της εποχής αλλά εν γένει και το υπόλοιπο συγγραφικό έργο του ιδίου. Από την άνοιξη του 1893 άρχισε να γράφει άρθρα κοινωνικής κριτικής στην "Ηχώ του Παρισιού" με τίτλο "Οι γνώμες του κυρίου Ζερόμ Κουανιάρ", μέσα από τα οποία ασκούσε αυστηρή κριτική στους θεσμούς και εκδήλωνε συμπάθεια για τον κοινό καθημερινό άνθρωπο. Οι μέσα από τα άρθρα αυτά επιθέσεις του κατά της Εκκλησίας, του στρατού, της Δικαιοσύνης και των ανάλγητων μορφωμένων, τον έκαναν σύντομα να αποκτήσει σοβαρή πολιτική διάσταση, το δε έτος 1896 έγινε δεκτός στην Γαλλική Ακαδημία και λίγο μετά προσχώρησε στο Σοσιαλιστικό Κόμμα. Έγραψε πολλά ακόμα βιβλία με πιο σημαντικά τα "Οι Θεοί διψούν" ("Les Dieux ont soif", 1912), "Η ανταρσία των αγγέλων" ("La Revolte des anges", 1914) και μία βιογραφία της Ζαν ντ' Αρκ (1908). Εξαιτίας του αντιθεοκρατικού πνεύματος των έργων του, τα βιβλία του Φρανς μπήκαν στην λίστα ("Index") απαγορευμένων βιβλίων της Καθολικής Εκκλησίας. Το 1920 νυμφεύθηκε την κατά 27 χρόνια νεότερή του Έμμα Λαπρεβότ, πρώην καμαριέρα της μαντάμ Αρμάν ντε Καγιαβέ, το 1921 ταξίδεψε στην Στοκχόλμη όπου του απονεμήθηκε το βραβείο Νόμπελ της Λογοτεχνίας και την επόμενη χρονιά δημοσίευσε στην "Ουμανιτέ" τον "Χαιρετισμό προς τα Σοβιέτ", για να χάσει όμως όλες τις ψευδαισθήσεις του λίγο αργότερα όταν οι Γάλλοι διανοούμενοι καταγγέλθηκαν ως "ανεπιθύμητοι ερασιτέχνες" από το 4ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς στην Μόσχα. Πέθανε στο Παρίσι στις 12 Οκτωβρίου 1924. Το σύνολο των έργων του εκδόθηκε κατά την περίοδο 1925 - 1935 σε 25 τόμους.