Δεν πήγα νηπιαγωγείο με 'παιρνε η μάνα μου μαζί της στα σπίτια που καθάριζε.
Πήγα δημοτικό στο παλιό πέτρινο σχολείο στη Λυκόβρυση κάπου ανάμεσα στα χωράφια με τα καρότα, τα λάχανα και τις ατέλειωτες πολύχρωμες ντάλιες.
Στα εφτά μου έφυγε ο πατέρας μου, με μία κυρία πιο άσχημη απ' τη μάνα μου, που συνέχισε να καθαρίζει σπίτια.
Μας ξέχασε τελείως...
Πώς να το εξηγήσει κανείς;
Με τόσο Τσιτσάνη, Καζαντζίδη, Άκη Πάνου και Καλδάρα που ακούγαμε στο σπίτι θα 'πρεπε να 'ταν ένας λαϊκός Άγιος...
Στα οκτώ μου, ο θείος ο Σπύρος μου φέρνει μία κιθάρα, κάτι σα φυλακτό.
Στα δεκατρία μου, σκαρώνω το πρώτο μου τραγουδάκι. Με αυτό, γοητεύω την Ελενίτσα και κερδίζω το πρώτο μου φιλί.
Μετά το σχολείο καθαρίζω πατάτες και κρεμμύδια στο υπόγειο της ταβέρνας "Μπάμπης" στην Κηφισιά, πάντα με την κιθάρα "παρά πόδα".
Τέλειωσα το Γυμνάσιο και το Λύκειο. Αγαπούσα πολύ τα αρχαία Ελληνικά, το μάθημα της νεοελληνικής γλώσσας και είμαι ακόμα ερωτευμένος με το πολυτονικό.
Δυόμισι χρόνια σε Έβρο και Θεσσαλονίκη μαυροσκούφης, Έλληνες "συμπολεμιστές" με φόρτωναν φυλακές, για καλό δικό μου, αλλά και της πατρίδας όπως μου έλεγαν.
Aς είναι καλά, εξαιτίας τους αγάπησα την πατρίδα περισσότερο.
Λίγο αργότερα κτύπησα από μόνος μου την πόρτα της δισκογραφικής εταιρείας "Λύρα" για να δείξω ό,τι έγραφα στον Διονύση Σαββόπουλο.
Αυτός γελώντας καλόκαρδα με το θάρρος και το θράσος μου, μου έδωσε την ευκαιρία να μαθητεύσω κοντά του, οπλίζοντάς με, με το μαύρο μολύβι φάμπερ νούμερο 2, την άσπρη γομολάστιχα και παρότρυνση για σκληρή δουλειά.
Μπροστά στην ιερή στιγμή, που ο ήχος συναντά τον λόγο του και ο λόγος συναντά τον ήχο του, κάποιες μουσικές σπουδές να αναφερθούν, πιστέψτε με δεν έχει καμία απολύτως σημασία.
Την ιερή αυτή στιγμή με ευλάβεια πάντα υπηρέτησα, έσκυψα, γονάτισα, την άφησα να περάσει από μέσα μου με ευγνωμοσύνη απέραντη, που και 'γω με κάποιον τρόπο συμμετείχα...
Δυο γάμοι, δυο διαζύγια, δυο κόρες υπέροχες, πολλά εξώδικα, δεν απάντησα, δεν ήμουν εκεί.
Γρατζουνάω ακόμα την κιθάρα μου, ελπίζω μέχρι τέλους, με αγάπη και αυθόρμητο ερασιτεχνισμό.